- ευαγής
- (I)-ές (Α εὐαγής, -ές)1. αυτός που είναι απαλλαγμένος από το άγος2. (για πρόσωπα) αγνός, καθαρός, άψογος, ανεπίληπτος, ευσεβήςνεοελλ.φρ. «ευαγή ιδρύματα» — τα φιλανθρωπικά ιδρύματα, αυτά που έχουν ιδρυθεί για ευσεβείς και φιλανθρωπικούς σκοπούςαρχ.1. (για μέλισσες) αγνός, παρθένος2. (για πράξεις) άμεμπτος, δίκαιος3. (για προσφορές ή υπηρεσίες) αμόλυντος, άμωμος, αγνός («εὐαγεῑς ἀπολογίαι», Πορφ.).επίρρ...ευαγώς (ΑΜ εὐαγῶς και εὐαγέως)με αγνό, άμεμπτο τρόπο, ευσεβώς.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αγής (< άγος), πρβλ. δυσ-αγής, εν-αγής].————————(II)εὐαγής, -ές (Α)1. (για τον ήλιο ή άλλα ουράνια σώματα ή για φυσικά φαινόμενα) φωτεινός, λαμπρός2. αυτός που βρίσκεται σε λαμπρή κατάσταση, καθαρός, υγιής, ισχυρός, έντονος3. άγρυπνος, προσεκτικός («γίνονται εὐαγέες oἱ ἄνθρωποι», Ιπποκρ.)4. αυτός που είναι ορατός από μακριά, περιφανής, κάτοπτος («ἕδραν γὰρ εἶχε παντὸς εὐαγῆ στρατοῦ» — είχε στρατιωτική θέση που ήταν ορατή από μακριά, Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευαυγής (< ευ + αυγή*), με ανομοίωση τού δεύτερου -υ- και ᾱ από τη λειτουργία του νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει». Από το σύνθετο αποσπάστηκε και δημιουργήθηκε ο άπαξ λεγόμενος από τον Εμπεδοκλή τ. αγέα, ο οποίος αναφέρεται στον ήλιο. Με ποιητική παρέκταση τού τ. ευαγής, δημιουργήθηκε πιθ. το επίθ. ευάγητος «λαμπρός», το οποίο, από άλλους, συνδέεται προς το ηγούμαι ή και προς το άγω].
Dictionary of Greek. 2013.